σκανδαλοθηρικός

σκανδαλοθηρικός
η , ό[ν] относящийся к охоте за скандальными историями

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σκανδαλοθηρικός" в других словарях:

  • σκανδαλοθηρικός — ή, ό, Ν [σκανδαλοθήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκανδαλοθηρία ή στον σκανδαλοθήρα («σκανδαλοθηρικό δημοσίευμα»). επίρρ... σκανδαλοθηρικά Ν (τροπ.) με σκανδαλοθηρικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλοθηρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σκανδαλοθηρία: Τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά έχουν μεγάλη κυκλοφορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γκάρντνερ, Άβα — (Ava Gardner,Βόρεια Καρολίνα 1922 – Λονδίνο 1990). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Αυτή που κάποτε ονομάστηκε «η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου», ειδικεύτηκε σε ρόλους μοιραίας γυναίκας, για σχεδόν δύο δεκαετίες στο Χόλιγουντ. Αν και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»